πολυδάπανος

πολυδάπανος
-η, -ο / πολυδάπανος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος.
επίρρ...
πολυδαπάνως Α
1. αφειδώς, με σπατάλη («ἀνοιγομένου τοῦ στόματος [τῆς διώρυγος] και πάλιν κλειομένου φιλοτέχνως καὶ πολυδαπάνως», Διόδ.)
2. με πολλά έξοδα, ακριβοπληρωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δάπανος «σπάταλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυδάπανος — causing great expense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδάπανος — η, ο 1. αυτός που δαπανά πολλά, ο σπάταλος. 2. αυτός που απαιτεί πολλές δαπάνες, πολυέξοδος, ακριβός: Κάνει πολυδάπανη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυδαπανωτέρων — πολυδάπανος causing great expense fem gen comp pl πολυδάπανος causing great expense masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδαπάνως — πολυδάπανος causing great expense adverbial πολυδάπανος causing great expense masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδάπανον — πολυδάπανος causing great expense masc/fem acc sg πολυδάπανος causing great expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδαπανώτατος — πολυδάπανος causing great expense masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδαπανώτερα — πολυδάπανος causing great expense neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδαπανώτεροι — πολυδάπανος causing great expense masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδαπάνοις — πολυδάπανος causing great expense masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδαπάνου — πολυδάπανος causing great expense masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”